- ἐπικαταπεσών
- ἐπικαταπίπτωfall uponaor part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικαταπίπτω — ἐπικαταπίπτω (AM) [καταπίπτω] 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («εἶτ’ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ», Λουκιαν.) 2. περιλαμβάνομαι στο μερίδιο κάποιου … Dictionary of Greek